- μαλλωτῶν
- μαλλωτόςfleecyfem gen plμαλλωτόςfleecymasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαλός — I Αρχαία πόλη της Κιλικίας. Αναφέρεται και ως Μαλλός. Βρισκόταν σε ύψωμα, κοντά στις εκβολές του Πύραμου, και είχε χτιστεί από τους Αμφίλοχο και Μόψο. Η Μ. χρησιμοποιήθηκε διαδοχικά από τους Αντίγονο, Πτολεμαίο και Πομπήιο. Ο τελευταίος, κατά τον … Dictionary of Greek
Μεγαλόπολης, δήμος — Δήμος (8.657 κάτ.) του νομού Αρκαδίας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Ανθοχωρίου, Άνω Καρυών, Βάγγου, Βάστα, Γεφύρας, Θωκνίας, Ίσαρη, Ισώματος Καρυών,… … Dictionary of Greek